εφτάμερος
Смотреть что такое "εφτάμερος" в других словарях:
εφτάμερος — η, ο και εφταήμερος, η, ο επταήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + (η)μέρα] … Dictionary of Greek
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek